τεώδη

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 155 περίπου γένη και 2.550 περίπου είδη τα οποία κατανέμονται σε 21 οικογένειες.