ἡ, = τηθία (old woman), Eust. 971.44.
[Seite 1105] ἡ, = τηθία, VLL.
τηθίβιος: ἡ, = τηθία, Εὐστ. 971. 44.
ἡ, Μη τηθία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη /τηθία + βίος.