τηλεκλητός
German (Pape)
[Seite 1106] weither gerufen, aus der Ferne zu Hülfe gerufen, v. l. für das Vorige, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
appelé de loin au secours.
Étymologie: τῆλε, καλέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. τηλεκλειτός.
Greek Monotonic
τηλεκλητός: -όν, αυτός που καλείται από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τηλεκλητός: призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. τηλεκλειτός).