τιαρόδεσμος

Greek (Liddell-Scott)

τιᾱρόδεσμος: ὁ, ταινία, δι’ ἧς ἀπεσφίγγετο ἡ τιάρα ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς, Πολύαιν. Ζ΄, 11, 2 (ἐν τῇ ἐκδόσει τοῦ Κοραῆ [τὸ] τιαρόδεμον).

German (Pape)

ὁ, die Binde, mit welcher die Tiara hinten festgebunden wurde, Polyaen. 7.16.2.