Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τιγράνθρωπος
Greek Monolingual
ο, Ν άνθρωπος που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, έχει τη μορφή ή τις ιδιότητες τίγρης. [ΕΤΥΜΟΛ.<τίγρις+άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].