τιθασευτός

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τιθασεύω
εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει.