τῐθᾰσευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.
-ή, -όν, Α τιθασεύωεξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει.