τιθός

English (LSJ)

τιθή, τιθόν, = τιθασός, Arat.960.

German (Pape)

[Seite 1113] = τιθασός, Sp., wie Arat. Dios. 228.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθός: -ή, -όν, = τιθασός, καὶ τιθαὶ ὄρνιθες, «τιθαὶ δὲ λέγονται, ἥμεροι καὶ πραεῖαι» (Σχόλ.), Ἄρατ. 960.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) (ιδίως για ζώα) εξημερωμένος, ήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. τιθασεύω.