τλαιπαθής

English (LSJ)

ές, = τληπαθής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1122] ές, = τληπαθής, Hesych., wie

Greek (Liddell-Scott)

τλαιπᾰθής: -ες, «τλαιπαθές· ταλαίπωρε» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
βλ. τληπαθής.