τμητέον

English (LSJ)

(τέμνω) one must cut, διχῇ Pl.Sph.219d, cf. R.510b.

Russian (Dvoretsky)

τμητέον: adj. verb. к τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

τμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, δεῖ τέμνειν, οὐ διχῇ τμητέον; Πλάτ. Σοφιστ. 219D, πρβλ. Πολ. 510Β, κλπ.

Greek Monotonic

τμητέον: ρημ. επίθ. του τέμνω, αυτό που πρέπει να κοπεί, σε Πλάτ.