Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τοκάριθμος
Greek Monolingual
ο, Ν συν. στον πληθ.οι τοκάριθμοι οι σειρές τών αριθμών που περιέχονται στους πίνακες τών τοκολογίων. [ΕΤΥΜΟΛ.<τόκος+αριθμός. Η λ., στον πληθ. τοκάριθμοι, μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιον Νέων Ιδεών].