τολύπευμα

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, = τολύπη, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1126] τό, = τολύπη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τολύπευμα: [ῠ], τό, = τολύπη, «τολύπευμα: τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον» Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξει· «τολύπευμα· κατασκευαστὸν ἔριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α τολυπεύω
(κατά τον Φώτ.) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον».