τομία

Greek (Liddell-Scott)

τομία: ἡ, = τομὴ ΙΙ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 622.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η τομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τομή, κατά τα θηλ. σε -ία].