τοξευτός

English (LSJ)

τοξευτή, τοξευτόν, struck by an arrow, ἐκ Φοίβου S.Ph. 335.

German (Pape)

[Seite 1128] mit Bogen und Pfeil geschossen, erschossen, τοξευτὸς ἐκ Φοίβου δαμείς Soph. Phil. 335.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
percé d'une flèche.
Étymologie: τοξεύω.

Russian (Dvoretsky)

τοξευτός: пораженный стрелой (ἐκ Φοίβου Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

τοξευτός: -ή, -όν, ὁ κτυπηθεὶς διὰ βέλους, τοξευθείς, ἐκ Φοίβου Σοφ. Φιλ. 335.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τοξεύω
αυτός που έχει χτυπηθεί με βέλος.

Greek Monotonic

τοξευτός: -ή, -όν, χτυπημένος από βέλος, σε Σοφ.

Middle Liddell

τοξευτός, ή, όν [from τοξεύω
struck by an arrow, Soph.

English (Woodhouse)

shot by an arrow