τοξοειδής
English (LSJ)
τοξοειδές, bow-shaped, Callix.1.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τόξου
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές
βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον ενεργό, αλλά διατηρεί την ιδιότητα να συνδέεται με ή να διεγείρει τον σχηματισμό αντισωμάτων
3. φρ. «τοξοειδής δομή»
γεωλ. μεγάλου μήκους κυρτό τοπογραφικό χαρακτηριστικό της επιφάνειας της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ειδής].