τορυνάω

English (LSJ)

= τορύνω, Hp.Int.44, Eub.86, Dsc.Eup.2.54, Dieuch. ap. Orib.4.7.18, Gal.6.498, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τορῡνάω: τορύνω, Ἱππ. 556. 37, Εὔβουλος ἐν «Παρμενίσκῳ» 1, Διοσκ., κλπ.

German (Pape)

[ῡ], = τορυνέω, Sp.