ήδε, όνδε;épq. c. τοσόσδε.
τοσσόσδε n. pl. pro adv., so much, to this extent εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
τοσσήδε, τοσσόνδε, Αβλ. τοσόσδε.
episch = τοσόσδε, Hom.