τούνελ

Greek Monolingual

το, Ν
σήραγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tunnel < αρχ. γαλλ. tonne «βαρέλι» < μέσ. λατ. tunna / tonna «βαρέλι», λ. κελτικής προέλευσης].