τοὐπιόν

Greek (Liddell-Scott)

τοὐπιόν: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν τὸ ἐπιόν, Εὐρ. Ρῆσ. 331, Ἀποσπ. 1058.

Greek Monotonic

τοὐπιόν: κράση αντί τὸ ἐπιόν.

Russian (Dvoretsky)

τοὐπιόν: in crasi = τὸ ἐπιόνἐπιέναι).