τοὐπτάνιον

Greek (Liddell-Scott)

τοὐπτάνιον: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὀπτάνιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033.

Greek Monotonic

τοὐπτάνιον: κράση αντί τὸ ὀπτάνιον.

Russian (Dvoretsky)

τοὐπτάνιον: in crasi = τὸ ὀπτάνιον.