τοὖπος

French (Bailly abrégé)

crase att. et poét. p. τὸ ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

τοὖπος: v. l. τοὔπος in crasi = τὸ ἔπος.

Greek (Liddell-Scott)

τοὖπος: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἔπος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 268, Εὐρ.

Greek Monotonic

τοὖπος: κράση αντί τὸ ἔπος.