τοῖσδεσι

German (Pape)

[Seite 1125] u. τοῖσδεσσι, s. ὅδε.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. poét. de ὅδε.

Greek (Liddell-Scott)

τοῖσδεσι: Ὀδ. Κ. 268., Φ. 93, καὶ τοῖσδεσσι, τοῖσδεσσιν, συχν. παρ’ Ὁμ., - ἀνώμαλοι ἀρχαῖοι Ἐπικ. τύποι ἀντὶ τοῖσι δέ.

Greek Monotonic

τοῖσδεσι: -εσσι, -εσσιν, Επικ. τύποι αντί τοῖσι δέ, σε Όμηρ.