τρίανδρος

English (LSJ)

ὁ, = Lat. triumuir, IG7.89 (Megara, ii A. D.), restored from a Latin inscr., CIL14.3599.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δύναμη τριών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός)].