τρίχειρ

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, three-handed, Tz.H.7.902.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχειρ: ρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς χεῖρας, Τζέτζ. Ἱστ. 7. 903.