τρίχοον

English (LSJ)

v. τρίχους ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχοον: τό, μέτρον χωροῦν τρεῖς χόας, Americ. Inst. τ. 1, σελ. 4.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. τρίχους.