τραγανιστός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»).
επίρρ...
τραγανιστά Ν
με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα.