τραγημάτιον

English (LSJ)

[μᾰ], τό, Dim. of τράγημα, PMich.Teb.123vv21 (i A. D., pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράγημα, Ἱέρων.

Greek Monolingual

τὸ, Α τράγημα, τραγήματος]
υποκορ. του τράγημα.