τραπεζορήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, table-talker, Ath.1.22e.

German (Pape)

[Seite 1134] ὁ, Tischredner, Ath. I, 22 e.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζορήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ῥητορεύων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου, Ἀθήν. 22Ε.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
αυτός που ρητορεύει την ώρα του δείπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ῥήτωρ.