τρᾰπεζοτόπια: καταλλακτικά, τόποι ἔνθα τράπεζαι ἀργυραμοιβῶν, Θ. Βαλσ.
τὰ, Μ(ενν. καταλλακτικά) οι χώροι στους οποίους τοποθετούσαν οι αργυρομοιβοί τα τραπέζια τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + τόπιον (< τόπος)].