τραπεζώδης

English (LSJ)

τραπεζῶδες, = τραπεζοειδής, χωρίον Str.17.1.37, cf. Ruf.Oss.24, Sor.Fract.14.

German (Pape)

[Seite 1134] ες, zsgzn statt τραπεζοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζώδης: -ες, = τραπεζοειδής, Στράβ. 811, Νικ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 6, σ. 407· λόφος Διόδ. 3, 45, κλπ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ τράπεζα
ο τραπεζοειδής.