τραρόν

English (LSJ)

ταχύ, Hsch. (cf. τρηρός).

Greek (Liddell-Scott)

τραρόν: (Δωρ.)· «ταχὺ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ταρόν Α
(κατά τον Ησύχ.) «ταχύ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρήρων.