τραυματία

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτία: ἡ, = τραῦμα, Θεοφάν. 541, 557· τύπος τραυματεία, ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 183 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και τραυματεία, ἡ, ΜΑ [[τραῡμα, τραύματος]]
τραύμα.