τραχηλιώτης
Greek (Liddell-Scott)
τραχηλιώτης: ὁ, = τραχηλᾶς, Ἱππολ. Αἱρ. 84, 59.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει παχύ τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. μηχανιώτης, νησιώτης)].
τραχηλιώτης: ὁ, = τραχηλᾶς, Ἱππολ. Αἱρ. 84, 59.
ὁ, Α
αυτός που έχει παχύ τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. μηχανιώτης, νησιώτης)].