τραχηλόσπερμο

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες της τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη αειθαλών θαμνόμορφων αναρριχητικών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachelospermum (< τράχηλος + σπέρμα)].