τριπάτορες

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπάτορες: οἱ, = πρόπαπποι ἢ οἱ πρῶτοι ἀρχηγέται, «οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῦ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους» Α. Β. 307, 16.

German (Pape)

οἱ, = πρόπαπποι, überhaupt = οἱ πρῶτοι ἀρχηγέται.