τρισέβαστος

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισέβαστος, -ον, ΝΜ
πάρα πολύ σεβαστός («πήρες την τρισέβαστη / θωριά του μαρτυρίου», Παλαμ.)
μσν.
(ως τίτλος του αυτοκράτορα) πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/ τρι- + σεβαστός.