τριτήμορον

English (LSJ)

τό, = τριτημόριον 2, Philem.63,74.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτήμορον: τό, τριτημόριον, (2), Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 1, ἐν «Σαρδίῳ» 2.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το τριτημόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόρος.

German (Pape)

τό, = τριτημόριον, Philem. bei Poll. 10.65.