τριχόπτερα
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. τάξη ολομετάβολων εντόμων με 7.000 περίπου υδρόβια, κατά τα προνυμφικά τους στάδια, είδη, τα οποία μοιάζουν με νυχτοπεταλούδες και χαρακτηρίζονται από τα μεμβρανώδη τριχωτά φτερά τους, που τά αναδιπλώνουν σε σχήμα στέγης, και από τις επιμήκεις κεραίες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichoptera < θρίξ, τριχός + πτερόν. Ο τ., στον εν. τριχόπτερον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].