Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τριψήφιος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν αυτός που αποτελείται από τρία ψηφία («τριψήφιοςαριθμός»). [ΕΤΥΜΟΛ.<τρι- + -ψήφιος (<ψηφίον), πρβλ.πεντα-ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].