τρομοποιός

English (LSJ)

τρομοποιόν, causing fright, Sch. E.Ph.1285.

Greek (Liddell-Scott)

τρομοποιός: -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -ποιός].

German (Pape)

Zittern erregend, Schol. Eur. Phoen. 1291.