τροφάλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of τροφαλίς, Alex. 172.12.

Greek (Liddell-Scott)

τροφάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τροφᾱλίς, τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12.

German (Pape)

τό, = τροφαλίς, τυροῦ Alexis bei Ath. XII.516e.