Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τροχοπέδιλο
Greek Monolingual
το, Ν ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, κν. πατίνι. [ΕΤΥΜΟΛ.<τροχός+πέδιλο. Η λ., στον πληθ. τροχοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Νέον Πνεύμα].