τρυγητήριον

English (LSJ)

τό, wine-press, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγητήριον: τό, ληνός, «πατητῆρι» σταφυλῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο ληνός, το πατητήρι τών σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήριον].

German (Pape)

τό, die Weinkelter (?).