Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρυφηλότητα
Greek Monolingual
η, Ν η ιδιότητα του τρυφηλού. [ΕΤΥΜΟΛ.<τρυφηλός. Η λ., στον λόγιο τ. τρυφηλότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].