τρωγλοδύτις

English (LSJ)

v. τρωγλῖτις.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
τρωγλῖτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης + κατάλ. -ις, -ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)].

German (Pape)

ἡ, = τρωγλῖτις, Sp.