τρόχιον

English (LSJ)

τό, Dim. of τροχός, IG42(1).102.292 (Epid., iv B. C.), 22.1548.4, 1550.4, Hero Aut.10.2, Spir.1.16; cf. τροχεῖον, rotella, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1154] τό, dim. von τροχός, s. Schäf. ad Greg. Cor. 29.

Greek (Liddell-Scott)

τρόχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τροχός, Ἀρχ. Μαθημ.

Greek Monolingual

τὸ, Α τροχός
υποκορ. μικρή ρόδα, τροχίσκος.