τρύγιος

English (LSJ)

τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου, Hsch.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρύξ, τρυγός]
1. (κατά τον Ησύχ.) «τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου»
2. (κατ' άλλους) προσωνυμία του Διός.