τρῦσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (τρύω) = νόσος, πόνος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦσις: ἡ, (τρύω) τὸ κατατρύχεσθαι, καταπόνησις, ἐξάντλησις, κακοπάθεια, «τρῦσις· νόσος, πόνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α τρύω
(κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια.

German (Pape)

ἡ, eigtl. Abreibung, dah. Erschöpfung, Ermattung, Plage, Hesych. erkl. πόνος, νόσος.