και τσιρίζω Ν(ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή του σ- σε τσ-, πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος, τσεκούρι < σεκούριον)].