τσυρίζω

Greek Monolingual

και τσιρίζω Ν
(ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή του σ- σε τσ-, πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος, τσεκούρι < σεκούριον)].