τσόκαρο

Greek Monolingual

το, Ν
1. πέδιλο με ξύλινη σόλα
2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. του zocco].