τυμβιάς: -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ τύμβιος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.
-άδος, ἡ, Μ(ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος.
άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu τύμβιος, Nonn.